θυροκοπίᾳ

θυροκοπίᾳ
θυροκοπίᾱͅ , θυροκοπία
knocking at the door
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυροκοπία — θυροκοπίᾱ , θυροκοπία knocking at the door fem nom/voc/acc dual θυροκοπίᾱ , θυροκοπία knocking at the door fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυροκοπία — θυροκοπία, ἡ (Α) [θυροκόπος] το να χτυπά κάποιος τη θύρα …   Dictionary of Greek

  • θυροκοπικός — θυροκοπικός, ή, όν (Α) [θυροκόπος] 1. αυτός που αναφέρεται στη θυροκοπία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυροκοπικόν τραγούδι με αυλό μπροστά σε θύρα …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”